Το Δέντρο που δεν ήθελε να στολιστεί άλλο – Ένα προσωποκεντρικό παραμύθι.


By: Δέσποινα Σαμιωτάκη
Κατηγορία:
Το Δέντρο που δεν ήθελε να στολιστεί άλλο – Ένα προσωποκεντρικό παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα Δέντρο. Είχε πάει κιόλας 25 χρονών. Ξεκίνησε όμορφο όμορφο από τα μεγάλα και πυκνά δάση, καμαρωτό και χαρούμενο με τα καταπράσινα φύλλα του και τον γερό κορμό του. Μεγάλωσε ελεύθερο και ξένοιαστο μαζί με τα ζώα, τα πουλιά, τα σύννεφα, τα ποτάμια και φυσικά και τα άλλα δέντρα, τους φίλους του. Η ζωή του ήταν η ποίηση η ίδια. Ένα πρόβλημα μόνο είχε. Ψήλωνε συνέχεια. Ψήλωνε, ψήλωνε….ώσπου άρχισε να χάνει την επαφή με το έδαφος, άρχισε να χάνει τους φίλους του από το οπτικό του πεδίο, τα ποτάμια και τα ζώα τα έβλεπε πια μόνο από μακριά, ενώ το χτύπαγαν αλύπητα οι άνεμοι. Μόνο τα πουλιά και τα σύννεφα μπορούσαν να το επισκέπτονται πια, αλλά όπως πάντα ήταν περαστικά. Κάθονταν για λίγο ξαπόσταιναν στα κλαδιά του και έφευγαν.
Η μοναξιά άρχισε να ‘τρώει’ το όμορφο, καμαρωτό, ψηλό Δέντρο. Έγινε μελαγχολικό και κατσούφικο. Έχασε την πολλή ομορφιά και λάμψη του. Φοβήθηκε μην αρρωστήσει. Μπήκε σε σκέψεις. «Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Κάτι πρέπει να κάνω. Συνεχίζω να ψηλώνω, αλλά όσο ψηλώνω μεγαλώνει και η μοναξιά μου, μαραζώνει η καρδιά μου. Θέλω παρέα».
Κι εκεί του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα! «Αρκετά έζησα ελεύθερο στο βουνό. Χόρτασα οξυγόνο και άνεμο, ουρανό και ήλιο, χιόνι και βροχή, πουλιά και αστέρια. Καιρός για λίγη παρέα και τζέρτζελο. Θα πάω να βρω ανθρώπους!!» Και από δω το είχε από κει το είχε, το σκέφτηκε καλά, πήρε την απόφασή του με καρδιά και με μυαλό και τα κανόνισε το Δέντρο το ψηλό. «Θα γίνω Χριστουγεννιάτικο!!!» Το έψαξε καλά, έκανε και μερικά on line δια αέρος μαθήματα εύρεσης των καλύτερων ξυλοκόπων και μεταφορέων και τα κατάφερε. Αποχαιρέτησε τα βουνά και όλη τη θέα που από ψηλά τού έκανε για χρόνια παρέα, «θα σας κουβαλώ για πάντα μέσα μου, τους είπε», και κόπηκε. Δια παντός και επιμελώς. Από τη ρίζα.
Το Δέντρο χαρούμενο, κατενθουσιασμένο αλλά και ανήσυχο για την τύχη του μεταφέρθηκε με μεγάλη προσοχή και εξαιρετικό επαγγελματισμό στη φωταγωγημένη πόλη. Ναι, είχε επιλέξει τελικά τους καλύτερους ξυλοκόπους και μεταφορείς. Ήταν άκρως προσεκτικοί και προσωποκεντρικοί, είχαν δει σε αυτό το Δέντρο ψυχή και είχαν καταφέρει να το φορτώσουν και να το μεταφέρουν ακέραιο. Στην πόλη όλα έμοιαζαν καινούρια, άγνωστα και πολύ εντυπωσιακά! Φώτα, φασαρία, μαγαζιά, γέλια, κίνηση! Άνθρωποι πολύχρωμοι έτρεχαν παντού. Μόλις όμως έβλεπαν το Δέντρο να περνάει στέκονταν και το χάζευαν αποσβολωμένοι. Τόση ομορφιά κομμένη; Τόσο ύψος ξαπλωτό; Πόσο κρίμα αλλά και πόσο θαυμαστό! Δεν μπορούσαν καν να φανταστούν πως ήταν του Δέντρου συνειδητή επιλογή να εγκαταλείψει τα βουνά και να ανακατωθεί με τους ανθρώπους για πάντα. Τέτοιος έρωτας; Τέτοια κάψα για να τους γνωρίσει και να τους ψυχολογήσει! Μάλιστα είχε αρχίσει να μελετά ήδη βιβλία φιλοσοφίας, ποίησης και ψυχολογίας για να τους μάθει και να τους εξερευνήσει. Κυρίως όμως ήθελε να τους ζήσει.
Έτσι λοιπόν το Δέντρο τρύπωσε στα σπίτια και στις ζωές των ανθρώπων. Κι έγινε Χριστουγεννιάτικο. Στολίστηκε με τα ομορφότερα λαμπάκια που λαμπύριζαν πάνω του σαν βεγγαλικά! Σε έκαναν να νιώθεις πως θα σε πάρουν ψηλά στο αέρα μαζί του και θα εκτοξευτείς στο διάστημα από ομορφιά και λαχτάρα! Τυλίχτηκε με τις πιο τρελές γιρλάντες. Αστραφτερές και πανέμορφες το αγκάλιαζαν γύρω γύρω σαν ερωτευμένες γυναίκες, να μην το αφήνουν γυμνό και απροστάτευτο από πουθενά. Και φόρεσε τα πιο σπάνια και όμορφα στολίδια!! Τι στολίδια ήταν αυτά! Σαν τους πιο ακριβούς στίχους. Το καθένα κι άλλο ταξίδι, κι άλλο μήνυμα, κι άλλο απόσταγμα ζωής. Ναι, λοιπόν αυτό το Δέντρο δεν είχε όμοιο. Και όλοι χάζευαν μαζί του. Μικροί και μεγάλοι. Όλοι γαλήνευαν μαζί του και ήθελαν να πάρουν κάτι από την ομορφιά του, το φως του, τη γνώση και αυτή τη γαλήνη του. Να ψηλώσουν μαζί του, όπως ψηλώνουν δίπλα σε έναν φωτεινό και παθιασμένο δάσκαλο. Ήταν μοναδικό και σπάνιο, ήταν μια φωτεινή μοναδικότητα σε έναν κόσμο υποκρισίας, όπως του είχαν πει κάποιο βράδυ. Μα δεν το ήξερε. Ή μάλλον το ήξερε, μα δεν το ένοιαζε. Αυτό ήξερε πως αγαπούσε τους ανθρώπους και ήθελε να τους μάθει απέξω και ανακατωτά. Λάτρευε την παρέα τους και τη μυρωδιά τους, μα κυρίως αγαπούσε τις ιστορίες τους. Έτσι λοιπόν το όμορφο και πανύψηλο Δέντρο άρχισε να στολίζει κήπους και σαλόνια. Καμαρωτό, καμαρωτό έστεκε δίπλα σε τζάκια και παράθυρα, σε πολυθρόνες και ζεστά χαλιά, έκανε παρέα με τις φλόγες, τη θαλπωρή, το τρεμόπαιγμα των κεριών, τη μυρωδιά από τα γλυκά, τα γατιά, τα σκυλιά (φοβόταν μόνο τις ουρές τους, γιατί του έδιναν σφαλιάρες), τις βαθιές μουσικές και κυρίως τα βιβλία και τα ποιήματα. Μάλιστα όταν τα βράδια έπεφταν όλοι για ύπνο διάβαζε και διάβαζε ατελείωτα… Άκουγε ακούραστο μέρα νύχτα τα μυστικά των ανθρώπων, τις εξομολογήσεις των ερωτευμένων, τις αναμνήσεις των παππούδων, τα χάχανα των παιδιών, τα κλάματα για τις χαμένες αγάπες, για τις χαμένες στιγμές, τα παρακάλια για δώρα και τις ευχές. Θεέ μου! Πόσες ευχές! Πόσα πολλά όνειρα είχαν οι άνθρωποι!! Ούτε που θα το φανταζόταν ποτέ πόσα πολλά και διαφορετικά όνειρα είχε ο καθένας! Και ούτε μπορούσε να φανταστεί πόσα πράγματα τους έλειπαν. Κυρίως όμως πόσο όλοι αποζητούσαν κάτι που δεν τους είχαν δώσει όταν ήταν παιδιά. Πόσο παιδιά ήταν οι μεγάλοι! Και τι κόπο έκαναν να δείχνουν μεγάλοι.
Το Δέντρο περνούσε υπέροχα. Θα έλεγε σχεδόν μαγικά! Ναι, του έλειπαν τα βουνά και τα ποτάμια, ο ουρανός και τα πουλιά, αλλά δεν άλλαζε με τίποτα αυτό που ζούσε δίπλα στους ανθρώπους. Το Δέντρο είχε βρει το νόημα της ζωής του! Κι αυτό ήταν να ακούει τις ιστορίες των ανθρώπων και να μπορεί να τις αγκαλιάζει τόσο αληθινά, απόλυτα και όμορφα, που αυτοί να ανακουφίζονται, να ελευθερώνονται και να ψηλώνουν κάνοντας τα όνειρά τους ζωή! Ναι, είχε όντως αποφασίσει σωστά να έρθει στην πόλη. Δεν είχε πια καμία αμφιβολία.
Και πέρναγαν τα χρόνια. Και το Δέντρο συνέχιζε τη φωτογενή και παθιασμένη ζωή του γεμάτο ενθουσιασμό και νέες συναρπαστικές ανακαλύψεις. Γεμάτο αγάπη για τους ανθρώπους και συμπόνοια και στοργή. Γεμάτο αγάπη από τους ανθρώπους και θαυμασμό και εκτίμηση. Άνθρωποι από όλον τον κόσμο είχαν μάθει για τη σοφία και την ομορφιά του και έρχονταν από όλα τα μέρη της γης για να το αγκαλιάσουν, να του μιλήσουν, να του εξομολογηθούν, να του ψιθυρίσουν τους καημούς τους, τα όνειρά τους. Το Δέντρο έκανε φίλους από όλον τον κόσμο. Κι ο καθένας έφερνε κι από κάτι, κι από ένα ενθύμιο από τον τόπο του, από ένα πολύτιμο αναμνηστικό, από έναν πολύτιμο στίχο, από μια αξέχαστη στιγμή. Και τα κρεμούσαν στα κλαδιά του. Και οι επισκέπτες έκαναν μεταξύ τους ομάδες και παρέες όσο περίμεναν και κάποιοι έγιναν και φίλοι εξαιτίας του Δέντρου και άλλοι εραστές και σύντροφοι. Άρχισαν να το επισκέπτονται όλες τις εποχές του χρόνου. Ακούραστο άρχισε να παρατείνει τις γιορτές, έτσι ώστε να μπορεί να δει και να ακούσει όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Δεν ξεχώριζε πια ο χειμώνας από το καλοκαίρι. Αυτό παρέμενε στολισμένο και φωτεινό, ψηλό και καμαρωτό και γινόταν ολοένα πιο σοφό και πιο ερωτευμένο με τους ανθρώπους.
Μέχρι που έφτασε το 2020. Αυτή η χρονιά από την αρχή του δημιούργησε άγχος. Αυτό το διπλό 20 σαν να το μπέρδευε και δεν καταλάβαινε που ήταν η αρχή και που το τέλος. Έχασε τον προσανατολισμό του. Είχε χάσει ήδη και τις εποχές, οπότε τα πράγματα ήταν κάπως παράξενα για το ψηλό και όμορφο Δέντρο. Είχε ένα περίεργο προαίσθημα. Σαν κάτι να το φόβιζε, κάτι να το αναστάτωνε, κάτι να του δημιουργούσε ανησυχία. Άνθρωποι πολλοί συνέχιζαν να έρχονται. Το Μάρτιο όμως έγινε κάτι τρομερό, κάτι πρωτόγνωρο, κάτι από αυτά που στη ζωή μια φορά συμβαίνουν. Όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη Γη κλείστηκαν στα σπίτια τους ταυτόχρονα! Είχε λέει εμφανιστεί ένας επικίνδυνος ιός. Το Δέντρο δεν πολυκαταλάβαινε, όπως και κανένας άλλος. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να έρχονται. Το Δέντρο μπήκε σε περισυλλογή και αναστοχασμό. Ευκαιρία για περίσκεψη και χρόνο με τον εαυτό μου, είπε. Ας το εκμεταλλευτώ, για να ανασυνταχθώ, είπε και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι θα είναι για καλό του. Όμως μετά από λίγο καιρό άρχισαν να του λείπουν οι άνθρωποι. Αφόρητα. Έψαχνε λύση στο πρόβλημα αυτό, μα ήταν οικουμενικό. Στολισμένο και μόνο έμοιαζε τόσο θλιμμένο, τόσο παράταιρο. Τι να κάνω; σκέφτηκε. Να ξεστολιστώ; Αδύνατον. Και άλλωστε αυτό πως θα βελτίωνε την κατάσταση; Πώς θα έλυνε το πρόβλημα; Εμένα αυτό που μου λείπει είναι οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους, τα χαμόγελα και τα δάκρυά τους, τα παράπονα και οι καημοί τους, οι αγκαλιές και τα τραγούδια τους, οι ευχές και τα όνειρά τους. Το Δέντρο σκεφτόταν αδιάκοπα. Έχασε τον ύπνο του. Έκανε υπερωρίες σκέψης, διπλοβάρδιες περισυλλογής. Και το βρήκε! Θα στείλω μήνυμα στους ανθρώπους να αρχίσουν να μου γράφουν γράμματα! Μέχρι να μπορέσουμε να ξανασυναντηθούμε, θα είναι ο δικός μας τρόπος σύνδεσης. Κι έτσι κι έγινε. Το μήνυμα διαδόθηκε αμέσως. Έκανε πάλι μια έρευνα και βρήκε τους καλύτερους ταχυμεταφορείς καλών ειδήσεων, κάλεσε και όλα τα πουλιά από τα παλιά, σύναξε και τα σύννεφα και η είδηση διαδόθηκε οικουμενικώς. «Το Δέντρο το ψηλό και στολισμένο δέχεται τα γράμματά σας».
Κι έτσι έγινε. Χιλιάδες γράμματα έφταναν κάθε μέρα. Κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε, πολύχρωμα, τρίχρωμα, παρδαλά. Γράμματα από μικρούς, από γέροντες, από κορίτσια, από αγόρια, από Αφρικανόπουλα και Ασιατόπουλα, από Σκανδιναβάκια και Λατινοαμερικανάκια, από Λάπωνες και Ιάπωνες. Γράμματα από φτωχαδάκια και πλουσιόπαιδα, από άστεγους και τσιγγανάκια, από εθισμένους σε όλων των ειδών τις ουσίες και από γραμματιζούμενους, από πόρνες και από καλόγριες. Γράμματα από χριστιανούς και άθεους, μουσουλμάνους και βουδιστές, κυνικούς και φιλοσόφους, ποιητές και τεχνοκράτες. Γράμματα από μαθητές, φοιτητές και δασκάλους, από παιδιά με αυτισμό και ειδικές ανάγκες, από ορφανούς και μόνους, από πολύτεκνους και άτεκνους, από παππούδες στα γηροκομεία και από γιατρούς στα νοσοκομεία, από καρκινοπαθείς και υπερευαίσθητους, από οδηγούς ασθενοφόρων και απορριματοφόρων. Γράμματα από ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους, trans και πολυγαμικούς, μοναχικούς και ρομαντικούς, ασεξουαλικούς και υπερσεξουαλικούς. Γράμματα χιλιάδες των χιλιάδων χιλιάδες….. Το Δέντρο τρελάθηκε από τη χαρά του και από την τρέλα του! Αυτό δεν το περίμενε. Πόση ανάγκη έχουν οι άνθρωποι από κάποιον να τους περιμένει! Από κάποιον να τους ακούει με προσοχή, φορώντας τα καλά του, στολίζοντας τα κλαδιά του με τα φωτάκια και τα βεγγαλικά του! Πόση ανάγκη για αγάπη υπάρχει, Θεέ μου!
Το Δέντρο άρχισε αχόρταγα να διαβάζει και να απαντάει. Πάλι δεν κοιμόταν αλλά δεν το ένοιαζε καθόλου. Κάποτε θα κοιμηθεί για πάντα και θα χορτάσει ύπνο. Είχε όμως ένα πρακτικό πρόβλημα. Δεν είχε χώρο για άλλα γράμματα. Τι να κάνει; Το έπιασε απελπισία. Και αποφάσισε κάτι καταπληκτικό. Κάτι που θα το έκανε να μην είναι πια χριστουγεννιάτικο, αλλά δεν το ένοιαζε διόλου. Του αρκεί που θα ήταν το Δέντρο των ανθρώπων. Το Δέντρο αποφάσισε συνειδητά ότι δεν ήθελε να στολιστεί άλλο πια και άρχισε να ξεστολίζεται από ό,τι το έκανε λαμπερό και όμορφο, για να κάνει χώρο. Σε κάθε μπάλα που έβγαζε κρεμούσε κι ένα γράμμα, σε κάθε λαμπάκι κι ένα άλλο, σε κάθε γιρλάντα άλλα είκοσι γράμματα, σε κάθε στολίδι κι άλλα πέντε. Και ξεκρεμούσε αργά και περήφανα και με μια αίσθηση αποχωρισμού για ό,τι έχανε αλλά δίχως να λυπάται, γιατί κάθε γράμμα ήταν όνειρα, ευχές, καημοί, αγάπες, στίχοι, αναστεναγμοί, δάκρυα, κρυφές και ανομολόγητες λαχτάρες και παιδικά χαμόγελα. Ήταν τα πιο κρυφά κρυμμένα λόγια των ανθρώπων.
Και το Δέντρο που δεν ήθελε να στολιστεί άλλο πια άρχισε να ψηλώνει και να ψηλώνει ξανά, για να χωρέσει όλα τα γράμματα και όλες τις καρδιές του κόσμου. Και κάθε του κλαδί άρχισε να πλαταίνει, και κάθε φύλλο να αναδύει οξυγόνο στο σύμπαν και να ανασαίνουν όλοι οι άνθρωποι ξανά και ξανά αγάπη, ζωή, αποδοχή και ανθρωπιά. Το Δέντρο ξαναβρήκε τον προσανατολισμό του τελειώνοντας το 2020. Και ήταν προς τα πάνω.